ἁμματίζω

Revision as of 06:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

(ἅμμα)

   A tie, bind, in Pass., Orib.49.21.4 (prob. Heliod.), Heliod.ib.48.28.4, Apollod.Poliorc.180.13.

German (Pape)

[Seite 125] knüpfen, umbinden, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἁμματίζω: (ἅμμα) δένω, περιπλέκω, δεσμεύω, Ὀρειβάσ. 4. 404, Daremb.

Spanish (DGE)

1 atar, ligar ἅμματι ἁπλῷ Heliod. en Orib.48.37.1, τὰς ἀρχὰς ἁμματίζομεν Gal.18(1).782, cf. Hsch.
en v. pas. πρὸς ἄλληλα ἁμματίζεται ἅμματι ἁπλῷ Heliod. en Orib.48.28.4, (αἱ ἀρχαί) πρὸς τὰς τῶν κάλων ἀρχὰς ἁμματίζονται Orib.49.22.4, ἡμματίσθω δὲ πᾶς ἁρμὸς ἐφ' ἑκάτερα σχοινίοις Apollod.Poliorc.180.13, ἐπ' αὐτοῖς ἀ. Gal.14.794.
2 ahorcar o estrangular Hsch.α 3422.

Greek Monolingual

ἁμματίζω (Α)
1. δένω με κόμπο
2. συνενώνω, συναρμολογώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμμα.
ΠΑΡ. αρχ. ἁμματισμός
νεοελλ.
αμμάτιση].