δακτυλοειδής

Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

English (LSJ)

ές,

   A like a finger, Philem. Gloss. ap. Ath.11.468f, Ruf.Oss.22.

German (Pape)

[Seite 520] ές, fingerförmig, Ath. XI, 468 f.

Greek (Liddell-Scott)

δακτῠλοειδής: -ές, ὅμοιος δακτύλῳ, Ἀθήν. 468F. ― Ἐπίρρ. –δῶς, Γρ. Νύσσ. (Λεξ. Κουμ.).

Spanish (DGE)

-ές
semejante a un dedo τύποι Philemo en Ath.468f, ὀστᾶ ... δακτυλοειδῆ de las falanges, Ruf.Oss.22.

Greek Monolingual

(-ούς), -ές (Α δακτυλοειδής, -ές)
αυτός που έχει σχήμα δαχτύλου.