μετακάρπιον

Revision as of 10:49, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

English (LSJ)

τό, (καρπός B)

   A bones forming the palm of the hand, Gal.UP2.4, al., Poll.2.143, Heliod. ap. Orib.49.15.3.

German (Pape)

[Seite 147] τό, der Theil der Hand zwischen den Fingern u. dem Vorder- od. Unterarm, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μετακάρπιον: τό, (καρπός Β) τὸ μετὰ τὸν καρπὸν μέρος τῆς χειρός, «μετακάρπιον δὲ τὸ πρὸ τῶν δακτύλων πλατυνόμενον, ἀφ’ οὗ εἰς ἐκείνους ἡ χεὶρ σχίζεται» Πολυδ. Β΄, 143, Ὀρειβάσ.· πρβλ. προκάρπιον.