φλοιόρριζος

Revision as of 12:44, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

English (LSJ)

ον,

   A having roots covered with coats of rind: τὰ φ. bulbous plants, Thphr. Od.63.

Greek (Liddell-Scott)

φλοιόρριζος: -ον, ὁ ἔχων ῥίζας κεκαλυμμένας διὰ φλοιοῦ· τὰ φλοιόρριζα, τὰ βολβώδη φυτά, Θεοφρ. περὶ Ὀσμ. 63.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για φυτό) αυτός που έχει ρίζες αποτελούμενες από αλλεπάλληλα στρώματα φλοιού
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ φλοιόρριζα
τα βολβόρριζα φυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλοιός + -ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. σαρκό-ρριζος].