ες,
A like a κοτύλη, ἀγγεῖον ib.480b.
κοτῠλώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κοτύλην, Ἀθήν. 480Β.
κοτυλώδης, -ῶδες (Α) κοτύληαυτός που μοιάζει με κοτύλη, κοτυλοειδής.