A munch dainties or sweetmeats, Suid.
νωγᾰλεύω: τρώγω νωγαλεύματα, Σουΐδ.
νωγαλεύω (Α) νώγαλα(κατά το λεξ. Σούδα) «ἐσθίω, τρώγω νωγαλεύματα».