προαφανίζομαι

Revision as of 02:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A disappear before, D.S.1.29, Hld.10.36, Orib.Fr.75.

Greek (Liddell-Scott)

προᾰφᾰνίζομαι: Παθητ., ἀφανίζομαι πρότερον, Διόδ. 1. 29, Ἡλιόδ. 10. 36.

Russian (Dvoretsky)

προᾰφᾰνίζομαι: (ранее) пропадать (οἱ καρποὶ διὰ τὴν ἀνομβρίαν προηφανισμένοι Diod.).