περισίδηρος

Revision as of 11:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ον,

   A cased with iron, D.S.3.33.

German (Pape)

[Seite 591] rings mit Eisen umgeben, beschlagen, D. Sic. 3, 33.

Greek (Liddell-Scott)

περισίδηρος: -ον, ἔχων ὁλόγυρα σίδηρον, περικεκαλυμμένος διὰ σιδήρου, Διόδ. 3. 33.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που είναι γύρω γύρω καλυμμένος με σίδηρο, που έχει ολόγυρα σίδηρο.

Russian (Dvoretsky)

περισίδηρος: (σῐ) обитый железом (τύλοι Diod.).