ὀρείκτιτος

Revision as of 01:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ον,

   A dwelling in the mountains, σῦς Pi.Fr.313.

English (Slater)

ὀρείκτιτος
   1 mountain-dwelling ὀρεικτίτου συός (τοῦ ἐν ὄρει τεθραμμένου Σ, (P. 2.31) c) fr. 313.

Greek Monolingual

ὀρείκτιτος, -ον (Α)
αυτός που κατοικεί στα όρη, βουνήσιος, ορεινόςὀρείκτιτος σῡς». Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- (βλ. λ. όρος [II]) + -κτιτος (< κτίζω), πρβλ. θεό-κτιτος].

Russian (Dvoretsky)

ὀρείκτῐτος: Pind. v. l. = ὀρικτίτης.