φιλόμβροτος

Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

English (LSJ)

ον,

   A pleasing to mortals, Max.456, Orph.Fr.280.

German (Pape)

[Seite 1282] Menschen liebend, Maxim. 456.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόμβροτος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς βροτούς, δηλ. τοὺς θνητούς, Μάξιμ. π. καταρχ. 456.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αγαπά τους ανθρώπους, φιλάνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -μβροτος (< βροτός «θνητός» < αμάρτυρο μροτός), πρβλ. τερψί-μβροτος].