δακτυλιουργός

Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

English (LSJ)

ὁ,

   A ring-maker, Philyll.15, Pherecr.207.

German (Pape)

[Seite 520] ὁ, der Siegelringe macht, Pherecr. Poll. 7, 179 u. Philyll. ib. 108.

Greek (Liddell-Scott)

δακτυλιουργός: ὁ, ὁ κατασκευάζων δακτυλίους, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 77.

Spanish (DGE)

(δακτῠλιουργός) -οῦ, ὁ fabricante de anillos Pherecr.234, Philyll.14.

Greek Monolingual

δακτυλιουργός, ο (Α) ο τεχνίτης που κατασκευάζει δαχτυλίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δακτύλιος + -ουργός < έργον].