διφρήλατος

Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

ον,

   A car-borne, E.Fr.1108.

German (Pape)

[Seite 645] auf dem Wagen fahrend, Eur. frg. im Argum. Rhes.

Greek (Liddell-Scott)

διφρήλᾰτος: -ον, ὁ ἐπὶ δίφρου φερόμενος, Εὐρ. Ὑποθ. Ρήσ.

Spanish (DGE)

(διφρήλᾰτος) -ον
llevado por un carro Ἡώς E.Fr.660aSn., Agatho 32 (cj.).

Greek Monolingual

διφρήλατος, -ον (Α)
αυτός που μεταφέρεται πάνω σε άρμα.