ἀπειραγαθία
English (LSJ)
ἡ,
A ignorance of goodness, folly, Hierocl.p.54 A.
German (Pape)
[Seite 284] ἡ, Unerfahrenheit im Guten, Clem. Al. paedag. II p. 209; Hierocl. Stob. fl. 67, 24.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπειρᾰγᾰθία: ἡ, ἄγνοια τοῦ ἀγαθοῦ, μωρία, ἀνοησία, Κλήμ. Ἀλ. 190. Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 415. 55.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
desconocimiento de lo bueno, ignorancia περίστοα τοῖς ὑπὸ τῆς ἀπειραγαθίας θαυμαζομένοις λίθοις διακεκοσμημένα Hierocl.p.54, σκοπὸν γὰρ τὴν χρείαν ἐτίθετο, οὐ τὴν ἀ. Clem.Al.Paed.2.3.38, de la vida de Juan Bautista en el desierto ἐκτὸς πάσης κενοσπουδίας, ἀπειραγαθίας Clem.Al.Paed.2.10.112, de las mujeres, Clem.Al.Paed.2.12.124.