v. καλῶς.
(AM κάλλιστα)επίρρ. βλ. κάλλιστος.
κάλλιστα: Επίρρ. υπερθ., βλ. καλός Γ.
κάλλιστα: superl. к καλῶς.
[Sup., v. καλός C.]