κάλλιστα

Revision as of 23:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

French (Bailly abrégé)

v. καλῶς.

Greek Monolingual

(AM κάλλιστα)
επίρρ. βλ. κάλλιστος.

Greek Monotonic

κάλλιστα: Επίρρ. υπερθ., βλ. καλός Γ.

Russian (Dvoretsky)

κάλλιστα: superl. к καλῶς.

Middle Liddell

[Sup., v. καλός C.]