καταμαργάω

Revision as of 00:00, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

Ion. καταμαργέω,

   A to be stark mad, rave, φθόνῳ Hdt.8.125.

German (Pape)

[Seite 1362] ion. -μαργέω, ganz rasend, unsinnig sein, φθόνῳ Her. 8, 125.

Greek (Liddell-Scott)

καταμαργάω: Ἰων. -έω, εἶμαι ἐκτὸς ἐμαυτοῦ ἐκ μανίας, φθόνῳ Ἡρόδ. 8. 125.

Greek Monotonic

καταμαργάω: Ιων. -έω, μέλ. -ήσω, είμαι εκτός εαυτού λόγω μανίας, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ionic -έω fut. ήσω
to be stark mad, Hdt.