συγκατέδομαι

Revision as of 13:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")

English (LSJ)

fut. of συγκατεσθίω.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατέδομαι: μέλλ. τοῦ συγκατεσθίω.

Greek Monolingual

Α
(μέλλ. με ενεργ
σημ.) βλ. συγκατεσθίω.

Greek Monotonic

συγκατέδομαι: μέλ. του συγκατεσθίω.