τράπεσδα
English (LSJ)
Dor. for τράπεζα (q. v.).
German (Pape)
[Seite 1135] ἡ, dor. = τράπεζα.
Greek (Liddell-Scott)
τράπεσδα: Δωρ. ἀντὶ τράπεζα, Ἀλκμὰν 61.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(δωρ. τ.) βλ. τράπεζα.
Dor. for τράπεζα (q. v.).
[Seite 1135] ἡ, dor. = τράπεζα.
τράπεσδα: Δωρ. ἀντὶ τράπεζα, Ἀλκμὰν 61.
ἡ, Α
(δωρ. τ.) βλ. τράπεζα.