τευτλίς

Revision as of 12:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A = τεῦτλον, Thphr.HP7.7.2; τεῦτλα τευτλίδας καλῶν Diph.47 (prob. σευτλίδας).

German (Pape)

[Seite 1101] ίδος, ἡ, att. statt σευτλίς, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

τευτλίς: -ίδος, ἡ, ἴδε τεῦτλον ἐν τέλει.

Greek Monolingual

και σευτλίς, -ίδος, ἡ, Α
το τεύτλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῦτλον / σεῦτλον + κατάλ. -ίς, -ίδος- (πρβλ. μηκον-ίς)].