ὑπόσπειρον

Revision as of 14:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

τό,

   A plinth of Ionic base, Supp.Epigr.4.453.7,23 (Didyma, ii B. C.), Rev.Phil.36.71 (Iconium).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόσπειρον: τό, διάφ. γραφ. ἀντὶ ὑπόσπειρα, Πολυδ. Β΄, 31.

Greek Monolingual

τὸ, Α
ὑπόσπειρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + σπεῖρα «ανάγλυφο κόσμημα που διακοσμεί τη βάση του ιων. κίονα»].