διατρίζω
English (LSJ)
pf. -τέτρῑγα,
A squeak, creak, Agath.5.7: c. acc. cogn., φωνάς prob. in Plu.2.994e.
Greek (Liddell-Scott)
διατρίζω: ἐλαφρὸν τριγμὸν ἐκβάλλω, τρίζω, Βυζ.
Spanish (DGE)
• Morfología: [perf. inf. -τετριγέναι Agath.5.7.4]
chillar c. ac. int. ἃς φθέγγεται καὶ διατρίζει φωνὰς Plu.2.994e
•chirriar, crujir καὶ διατετριγέναι τὰ ξύλα Agath.l.c.