διεξικνέομαι

Revision as of 13:50, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A arrive at, εἰςPlb.10.29.3.

German (Pape)

[Seite 620] (s. ἱκνέομαι), durch- u. hinkommen, εἴς τι, Pol. 10, 29, 3.

Greek (Liddell-Scott)

διεξικνέομαι: φθάνω, εἰς τόπον Πολύβ. 10. 29, 3.

Spanish (DGE)

llegar ἕως εἰς τὰς ὑπερβολὰς διεξίκοιτο τοῦ Λάβου Plb.10.29.3.

Russian (Dvoretsky)

διεξικνέομαι: приходить, подходить, прибывать (εἰς τὰς ὑπερβολὰς Polyb.).