ἄρπεζα
Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίων † τὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
seto, vallado de zarzas κλώθοντος ἐν ἀρπέζῃσιν ἐρίνου Nic.Th.647, cf. 393, Hsch.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: hedge (Nic.), pl.; cf. ἀρπέζας τοὺς αἱμασιώδεις τόπους. οἱ δε τείχη καὶ περιβόλους. οἱ δε τὰ κλιμακώδη χωρία H.).
Other forms: ἄρπεζος f. ds. (Mylasa). Cf. further ἄρπισαι αἱμασιαί. η τάφρους and ἄρπιξ εἶδος ἀκάνθης, Κύπριοι H. Also ἀρπάναι· μάνδραι βοσκήματων.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Νο etymology. Connection with ἅρπη, ἁρπεδόνη, ἁρπάζω is not convincing. (Chantraine's suggestion that the basic meaning is limit of a terrain, and so perhaps connected with ἀρπεδόνη, is improbable: it is something concrete in the terrain, functioning as boundary, like αἱμασία.) The variation -εζα\/-ισα is the typical type of variation found in substr. words.
Frisk Etymology German
ἄρπεζα: {árpeza}
Forms: ἄρπεζος f. ib. (Mylasa).
Grammar: f.
Meaning: etwa Hecke, Zaun (Nik., pl.; vgl. ἀρπέζας· τοὺς αἱμασιώδεις τόπους. οἱ δὲ τείχη καὶ περιβόλους. οἱ δὲ τὰ κλιμακώδη χωρία H.).
Derivative: Daran erinnern ἄρπισαι· αἱμασιαί. ἢ τάφρους und ἄρπιξ· εἶδος ἀκάνθης. Κύπριοι H.
Etymology : Etymologie unbekannt. Die Anknüpfungen an ἅρπη, ἁρπεδόνη, ἁρπάζω (Prellwitz, L. Meyer, s. auch Schwyzer 473 A. 5) überzeugen nicht.
Page 1,150