λουτρούμαι
From LSJ
ὕδωρ δι' ἀκριβείας ἐστί τινι → water is scarce for someone
Greek Monolingual
λουτροῡμαι, -όομαι (Α) λουτρόν
υποβάλλομαι σε λουτροθεραπεία.
ὕδωρ δι' ἀκριβείας ἐστί τινι → water is scarce for someone
λουτροῡμαι, -όομαι (Α) λουτρόν
υποβάλλομαι σε λουτροθεραπεία.