δανειστέον
English (LSJ)
A one must lend money, Plu.2.408c.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰνειστέον: ῥημ. ἐπίθ. = πρέπει τις νὰ δανείσῃ (χρήματα), Πλούτ. 2. 408C.
Spanish (DGE)
hay que prestar dinero Plu.2.408c.
A one must lend money, Plu.2.408c.
δᾰνειστέον: ῥημ. ἐπίθ. = πρέπει τις νὰ δανείσῃ (χρήματα), Πλούτ. 2. 408C.
hay que prestar dinero Plu.2.408c.