δευτερουργής

Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

ές,

   A vamped up, second-hand, χλαῖνα Poll.7.77.

German (Pape)

[Seite 553] χλαῖνα, wieder aufgekratzt, Poll. 7, 77.

Spanish (DGE)

-ές remendado χλαῖνα Poll.7.77.

Greek Monolingual

δευτερουργής, -ές (Α)
αυτός που έχει δεχτεί και δεύτερη επεξεργασία, ο καλοδουλεμένος.