διφασία

Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

, (δίφατος)

   A = διλογία, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

διφᾰσία: ἡ, (δίφατος) =διλογία, Ἡσύχ.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 ambigüedad en el lenguaje, Hsch.
2 repetición, Anecd.Ludw.15.24, 207.16.

Greek Monolingual

η (Α διφασία)
αντίφαση στα λόγια, διλογία.