ναυσιφόρητος

Revision as of 17:25, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ον,

   A carried by ship, seafaring, ἄνδρες Pi.P.1.33.

German (Pape)

[Seite 232] vom Schiffe getragen, zu Schiffe fahrend, Pind. P. 1, 33, ἄνδρες.

Greek (Liddell-Scott)

ναυσῐφόρητος: -ον, ὁ ὑπὸ τῶν νεῶν φερόμενος, ὁ πλέων, Πινδ. Π. 1. 64.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
transporté sur des navires.
Étymologie: ναῦς, φορέω.

English (Slater)

ναυςῐφόρητος
   1 seafaring ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι (P. 1.33)

Greek Monolingual

ναυσιφόρητος, -ον (Α)
αυτός που μεταφέρεται από πλοίο («ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι πρῶτα χάρις», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί του ναῦς «πλοίο» + -φορητός (< φορῶ)].

Greek Monotonic

ναυσῐφόρητος: -ον, αυτός που μεταφέρεται με πλοίο, αυτός που πλέει, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ναυσῐφόρητος: перевозимый на судах, плывущий на кораблях (ἄνδρες Pind.).

Middle Liddell

ναυσῐ-φόρητος, ον
carried by ship, seafaring, Pind.