χειρος, ἡ,
A forefinger, PLond.1821.302.
-χειρος, ἡ, Ατο μετά τον αντίχειρα δάκτυλο, ο δείκτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἀντίχειρ «το μεγάλο δάκτυλο του χεριού»].