παραντίχειρ

Revision as of 18:05, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

χειρος, ἡ,

   A forefinger, PLond.1821.302.

Greek Monolingual

-χειρος, ἡ, Α
το μετά τον αντίχειρα δάκτυλο, ο δείκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἀντίχειρ «το μεγάλο δάκτυλο του χεριού»].