πρωτόπλαστος
English (LSJ)
ον,
A first-formed, of Adam, LXX Wi. 7.1, 10.1, Ph.Fr.61 H.
German (Pape)
[Seite 805] zuerst gebildet, geschaffen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πρωτόπλαστος: -ον, ὁ πρῶτος πλασθείς, ἐπὶ τοῦ Ἀδάμ, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. Ζ´, 1), Κλήμ. Ἀλ. 559.
Greek Monolingual
-η, -ο / πρωτόπλαστος, -ον, ΝΜΑ
1. (για τον Αδάμ) αυτός που πλάστηκε πρώτος
2. το αρσ. ως ουσ. ο πρωτόπλαστος
ο Αδάμ
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πρωτόπλαστοι
ο Αδάμ και η Εύα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + πλαστός (< πλάσσω)].