συναμαρτάνω

Revision as of 14:44, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A sin along with or together, Plu.2.53c, App.Ill.8, Chor.23.60F.-R.

German (Pape)

[Seite 999] (s. ἁμαρτάνω), mit oder zugleich fehlen, irren, Plut. discr. ad. et amic. 12.

Greek (Liddell-Scott)

συνᾰμαρτάνω: ἁμαρτάνω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, οὐ συναμαρτάνειν Πλούτ. 2. 53Ε· μὴ παρόντος τοῦ συναμαρτήσαντος σώματος Ἐπιφάν. τ. 2, σ. 92Β.

French (Bailly abrégé)

se tromper ensemble, être complice d’une faute.
Étymologie: σύν, ἁμαρτάνω.

Greek Monolingual

ΜΑ
διαπράττω αμάρτημα μαζί με άλλον.

Russian (Dvoretsky)

συνᾰμαρτάνω: вместе грешить или заблуждаться Plut.