φρονίμευσις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A exercise of prudence, Stoic.3.25, Sch.Luc.Bis Acc.22.
German (Pape)
[Seite 1309] ἡ, späte Form für φρόνησις, das vernünftige Handeln, Lob. a. a. O.
Greek Monolingual
-εύσεως, ἡ, Α φρονιμεύομαι
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του φρονιμεύω.