ἀραχνοϋφής
English (LSJ)
[ῠ], ές,
A spun as by spiders, i.e. fine-spun, ἀμπεχόναι Ph.1.666, cf. 2.479,637.
Spanish (DGE)
-ές
(como) tejido por arañas, finísimo ἀμπεχόναι Ph.1.666, cf. 2.479, SHell.1071, Nil.M.79.741A.
Greek Monolingual
ἀραχνοϋφής, -ές (AM)
αραχνοΰφαντος.