ἐκλαλητικός

Revision as of 15:35, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ή, όν,

   A capable of expressing, Diocl. ap. D.L.7.49.

German (Pape)

[Seite 766] ή, όν, aussprechend, D. L. 7, 49.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκλᾰλητικός: -ή, -όν, ἱκανὸς εἰς τὸ ἐκλαλεῖν, εἰς τὸ ἐκφέρειν λόγῳ, Διογ. Λαέρτ. 7. 49.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
capaz de expresar, διάνοια Chrysipp.Stoic.2.21.

Greek Monolingual

ἐκλαλητικός, -ή, -όν (Α)
ο ικανός να εκφράζεται με λόγια.

Russian (Dvoretsky)

ἐκλᾰλητικός: рассказывающий, сообщающий (διάνοια ἐκλαλητικὴ ὃ πάσχει Diog. L.).