ἐμπερονατρίς

Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

English (LSJ)

ίδος, ἡ,=

   A ἐμπερόνημα 1, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπερονατρίς: -ίδος, ἡ, «ἱμάτιον διπλοῦν» Ἡσύχ.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ capa o manto doble Hsch., cf. ἐμπερόνημα 1.

Greek Monolingual

ἐμπερονατρίς, η (Α)
διπλό ιμάτιο, διπλοΐς.