ὀρφανοδικασταί

Revision as of 19:50, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

in Cretan spelling ὀρπ-,

   A judges in the affairs of orphans, Leg.Gort.12.23.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρφανοδικασταί: ἴδε ὀρπανοδικασταί.

Greek Monolingual

ὀρφανοδικασταί και, κατά κρητ. προφ., ὀρπανοδικασταί, οἱ (Α)
δικαστές που αναλάμβαναν υποθέσεις ορφανίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρφανός + δικασταί].