γρυλλογραφέω
English (LSJ)
( A γρύλλος 2), draw caricatures, opp. καλοὺς δημιουργεῖν πίνακας, Phld.Rh.2.297 S.
Spanish (DGE)
dibujar caricaturasop. δημιουργεῖν πίνακας Phld.Rh.2.297.
( A γρύλλος 2), draw caricatures, opp. καλοὺς δημιουργεῖν πίνακας, Phld.Rh.2.297 S.
dibujar caricaturasop. δημιουργεῖν πίνακας Phld.Rh.2.297.