άκαυστος

Revision as of 06:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο και άκαυτος, -η, -ο (Α ἄκαυστος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει πυρποληθεί, δεν έχει καεί
2. εκείνος που δεν μπορεί να καεί
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει πυρακτωθεί από τη φωτιά
2. μτφ. εκείνος που δεν έχει πάθει καμιά συμφορά
3. «άκαυτο μέλι» — μέλι το οποίο δεν έχουν μαζέψει ζεσταίνοντας τις κερήθρες
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει καυτηριαστεί
«ἄκαυστος αἱμορροΐς» (Ιπποκράτης)
2. όποιος καίγεται αδιάκοπα
«κατέδεται αὐτὸν πῡρ ἄκαυστον» (ΠΔ Ιώβ 20.26).
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + καυστός ή καυτός < καίω
ΠΑΡ. αρχ. ἀκαυστῶ].