το κ. άνηθος, ο (AM ἄνηθον κ. ἄννηθον κ. ἄνητον κ. ἄννητον)αρωματικό φυτό της οικ. των Σκιαδοφόρων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνειο της Ελληνικής].