ίξαλος

From LSJ
Revision as of 11:10, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source

Greek Monolingual

-ο (Α ἴξαλος, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο ίξαλος
γένος σπονδυλωτών της οικογένειας ρανίδες
αρχ.
(επίθ. τών άγριων κατσικιών)
1. αυτός που πηδάει, ο ακμαίος, ο ζωηρόςτόξον ἐΰξοον ἰξάλου αἰγὸς ἀγρίου», Ομ. Ιλ.)
2. ευνουχισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μικρασιατικής προελεύσεως λ. άγνωστης ετυμολ.
ΠΑΡ. αρχ. ιξαλή].