Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αγλαόκαρπος

From LSJ
Revision as of 06:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555

Greek Monolingual

ἀγλαόκαρπος, -ον (Α)
1. (για δέντρα) αυτός που παράγει ωραίους ή πλούσιους καρπούς
2. (για τη Θέτιδα) αυτή που έχει ωραίους τους καρπούς τών χεριών
3. ως επίθ. της Δήμητρας και τών Νυμφών που δίνουν τους καρπούς της γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. ἀγλαός + καρπός].