Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
-η, -οαυτός που έχει φωνή αηδονιού, καλλίφωνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αηδόνι + παραγ. κατάληξη -άτος].