αδιοίκητος
From LSJ
κνέφας δὲ τέμενος αἰθέρος λάβῃ → and darkness had covered the region of the sky
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀδιοίκητος, -ον)
αυτός που δεν έχει διοίκηση, ο ακυβέρνητος
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει καλή διοίκηση, παραμελημένος, κακοκυβέρνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + διοικῶ.
ΠΑΡ. ἀδιοικησία].