δρυτόμος

Revision as of 19:30, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A wood-cutter, Il.11.86, Theoc.5.64, Philostr.Im.2.33, al.; cf. δρυοτόμος. [δρῡ- Q.S.9.163,453, 13.56.]

German (Pape)

[Seite 670] p. = δρυοτόμος, Holz fällend, substantivisch = der Holzfäller, vgl. δρῦς; Homer dreimal, Iliad. 11, 86. 16, 633. 23, 315; – sp. D., wie Opp. H. 5, 250; δρυτόμος Qu. Sm. 13, 56.

Greek (Liddell-Scott)

δρυτόμος: -ον, ποιητ. ἀντὶ δρυοτόμος, Ἰλ. Λ. 86· ἀλλὰ δρῡἐν ἄρσει, Κόϊντ Σμ. 9. 163., 13. 56.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. δρυοτόμος.

English (Autenrieth)

(τέμνω): woodcutter, woodman; with ἀνήρ, Il. 11.86.

Spanish (DGE)

(δρῠτόμος) -ον

• Prosodia: [-ῡ- Q.S.9.163, 453, 13.56]
1 que tala árboles, que corta madera, leñador δ. περ ἀνὴρ ... οὔρεος ἐν βήσσῃσιν Il.11.86, cf. 16.633, Theoc.5.64.
2 subst. μήτι τοι δ. μέγ' ἀμείνων ἐὴ βίηφι por su maña es mucho mejor el leñador que por su fuerza, Il.23.315, cf. AP 7.191.2 (Arch.), 9.419.5 (Crin.), Aesop.22.1, Opp.H.5.250, Philostr.Her.26.2, Q.S.9.163, 13.56, Colluth.198, Nonn.D.2.104, 37.14, δρυτόμῳ ... μακρῆς ἐγγὺς ἐντυχὼν πεύκης habiendo encontrado un leñador junto a un gran pino Babr.92.3, cf. 38.1, 50.3, Ἑλλὸς ὁ δ. en la fundación del oráculo de Dodona, Philostr.Im.2.33, cf. tb. δουροτόμος, δρυοτόμος. • DMic.: du-ru-to-mo.

Greek Monolingual

δρυτόμος, -ον (AM)
ξυλοκόπος.

Greek Monotonic

δρῠτόμος: ὁ (τέμνω), ξυλοκόπος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

δρῠτόμος: ὁ Hom., Plut. = δρυοτόμος.

Middle Liddell

δρῠ-τόμος, ὁ, n τέμνω
a wood-cutter, Il.