δυσεξαπάτητος
English (LSJ)
[πᾰ], ον, A hard to deceive, Pl.R.413c, X.Ages. 11.12.
German (Pape)
[Seite 679] schwer zu betrügen; Plat. Rep. III, 413 c; Xen. Ages. 11, 12 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δυσεξᾰπάτητος: -ον, δυσκόλως ἐξαπατώμενος, Πλάτ. Πολ. 413C, Ξεν. Ἀγησ. 11, 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à tromper.
Étymologie: δυσ-, ἐξαπατάω.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de engañar, cauto de pers. φύλαξ Pl.R.413c, del enemigo, Plu.Ages.38, c. dat. ἐχθροῖς μὲν δ., φίλοις δὲ εὐπαραπειστότατος X.Ages.11.12.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσεξαπάτητος, -ον)
αυτός που δύσκολα εξαπατάται.
Greek Monotonic
δυσεξᾰπάτητος: -ον, αυτός που δύσκολα εξαπατάται, σε Πλάτ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
δυσεξαπάτητος: с трудом поддающийся обману Xen., Plat., Plut.
Middle Liddell
δυσ-εξᾰπάτητος, ον
hard to deceive, Plat., Xen.