καινόκουφον

Revision as of 22:35, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

τό,    A new cask, POxy.1911.181 (vi A.D.).

Greek Monolingual

καινόκουφον, τὸ (Α)
πάπ. καινούργιο βαρέλι, νέο βυτίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + κοῡφος. Ήδη διακρίνεται η μεταβολή της σημασίας του β' συνθετικού (από «ελαφρύς» σε «κοίλος»), από το οποίο προήλθε το νεοελλ. επίθ. κούφιος].