κατασκέπω

Revision as of 23:10, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A = κατασκεπάζω, AP5.59 (Rufin.), Muson.Fr.19p.106H.

German (Pape)

[Seite 1378] = κατασκεπάζω; Muson. Stob. fl. 1, 84; Rufin. 6 (V, 60); Nonn. D. 2, 110.

Greek (Liddell-Scott)

κατασκέπω: κατασκεπάζω, ἐσθήσεσι πολλαῖς κατ. τὸ σῶμα Ἀνθ. Π. 60, Μουσών. παρὰ Στοβ. 17. 57· ζωστῆρι κατ. ἄντυγα μαζοῦ αἰδομένη Νόνν. Δ. 2. 110.

Greek Monolingual

κατασκέπω (Α)
κατασκεπάζω.

Russian (Dvoretsky)

κατασκέπω: закрывать, прикрывать (τι Anth.).