μετρήδην
English (LSJ)
Adv. A by measure, Nic.Al.45 (v.l. μετρ-ηδόν).
Greek Monolingual
μετρήδην (Α)
επίρρ. μετρηδόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτρον + επιρρμ. κατάλ. -ήδην].
Adv. A by measure, Nic.Al.45 (v.l. μετρ-ηδόν).
μετρήδην (Α)
επίρρ. μετρηδόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτρον + επιρρμ. κατάλ. -ήδην].