νοοσφαλής

Revision as of 13:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ές, (σφάλλω)    A = νοοπλανής 11, Nonn.D.17.277.

Greek (Liddell-Scott)

νοοσφᾰλής: -ές, (σφάλλω) = νοοπλανής, Νόνν. Δ. 7. 277.

Greek Monolingual

νοοσφαλής, -ές (Α)
αυτός που καθιστά κάποιον παράφρονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + -σφαλής (< σφάλλω), πρβλ. δομο-σφαλής, μεθυ-σφαλής].