ξιφουλκός
English (LSJ)
όν, (ἕλκω) A drawing a sword, χείρ A.Eu.592.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ξῐφουλκός: -όν, (ἕλκω) ὁ σύρων τὸ ξίφος, χεὶρ Αἰσχύλ. Εὐμ. 592.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
ξιφουλκός, -όν (Α)
αυτός που σύρει το ξίφος από τη θήκη, που ξεσπαθώνει («ξιφουλκῷ χειρί», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + -ουλκός (< ἕλκω), πρβλ. λιθ-ουλκός, τοξ-ουλκός].
Greek Monotonic
ξῐφουλκός: -όν (ἕλκω), αυτός που τραβάει, που σύρει το ξίφος από τη θήκη, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ξῐφουλκός: извлекающий из ножон (обнажающий) меч (χείρ Aesch.).