πρόβροτος

Revision as of 21:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ὁ,    A former mortal, dub. in Epigr. ap. D.L.8.45.

German (Pape)

[Seite 713] ὁ, Einer, der vorher Mensch war, D. L. 8, 45 aus Heraclit.

Greek (Liddell-Scott)

πρόβροτος: ὁ, ὁ πρότερον θνητός, ἀμφίβ. γραφ. ἐν Ἐπιγράμμ. παρὰ Διογ. Λ. 8. 45.

Greek Monolingual

ό, Α
άνθρωπος που προϋπήρξε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + βροτός «θνητός»].

Russian (Dvoretsky)

πρόβροτος: ὁ бывший прежде человеком Heracl. ap. Diog. L.